σιάζω

σιάζω
(αόρ. εσιαξα) 1. μύτ.
1) выравнивать, делать ровным, гладким; 2) устраивать; улаживать, налаживать; улучшать, поправлять; благополучно завершать; σιάξε λίγο τη γραβάτα σου поправь свой галстук; τα σιάξανε ο) они наладили свои отношения, они поладили, помирились; б) они поженились, обручились; 3) приводить в порядок; убирать; 4) ремонтировать, исправлять; § θα σε σιάξω! я тебе покажу!; 2. αμετ. 1) выравниваться, делаться ровным, гладким; 2) устраиваться; улаживаться, налаживаться; улучшаться, поправляться; благополучно завершаться; άμα σιάξει ο καιρός... если погода улучшится...; 3) быть исправленным, отремонтированным

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σιάζω" в других словарях:

  • σιάζω — και σάζω και σιάχνω έσιαξα, σιάχτηκα, σιαγμένος 1. ευθυγραμμίζω, ισιώνω: Σιάξε τις γραμμές. 2. τακτοποιώ: Οι στρατιώτες μόλις σηκωθούν το πρωί σιάζουντα κρεβάτια τους. 3. διορθώνω, επισκευάζω: Θα το σιάξουμε φέτος το σπίτι. 4. αμτβ., διορθώνομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιάζω — σιάζω, έσιαξα βλ. πίν. 23 και πρβλ. σιάχνω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σιάζω — και σάζω ΝΜ, και σιάχνω Ν (μτβ.) καθιστώ κάτι ίσο, ευθύ, ομαλό ή επίπεδο, ευθειάζω, ισιώνω νεοελλ. 1. τοποθετώ κάτι στην κατάλληλη θέση ή τό επαναφέρω στην αρχική καλή του κατάσταση, τακτοποιώ, διευθετώ, συγυρίζω («σιάξε το μαντίλι σου») 2.… …   Dictionary of Greek

  • αποσιάζω — [σιάζω] 1. αποκαθιστώ στη σωστή θέση, τακτοποιώ 2. ( ομαι) περιποιούμαι τον εαυτό μου, στολίζομαι …   Dictionary of Greek

  • ισάζω — και ισιάζω και σιάζω και σάζω (ΑΜ ἰσάζω, Μ και σάζω, ἐσιάζω, ἰσιάζω, σιάζω) βλ. σιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσος. Ο τ. σιάζω είτε < ἰσάζω με επίδραση τού ἴσιος είτε απευθείας από το ἴσιος, με σίγηση τού προτονικού (στο ρήμα) φωνήεντος ι (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ισιάζω — και ισάζω και σιάζω και σάζω (ΑΜ ἰσάζω, Μ και ἰσιάζω ἐσιάζω, ἰσιάζω, σιάζω, σάζω) βλ. σιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ισάζω] …   Dictionary of Greek

  • σιάξιμο — και σάξιμο και σιάσιμο, το, Ν [σιάζω / σιάχνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σιάζω, η τοποθέτηση ενός πράγματος σε ευθεία γραμμή, ευθειασμός 2. συνεκδ. α) η τοποθέτηση ενός πράγματος στη σωστή του θέση, τακτοποίηση, διευθέτηση β) η… …   Dictionary of Greek

  • Διονυσιάζω — Διονῡσιάζω , Διονυσιάζω keep the Dionysia pres subj act 1st sg Διονῡσιάζω , Διονυσιάζω keep the Dionysia pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφροδισιάζω — ἀφροδῑσιάζω , ἀφροδισιάζω have sexual intercourse pres subj act 1st sg ἀφροδῑσιάζω , ἀφροδισιάζω have sexual intercourse pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυσιάζω — ῥῡσιάζω , ῥυσιάζω treat as a pres subj act 1st sg ῥῡσιάζω , ῥυσιάζω treat as a pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσιαχτος — και άσιαστος και άσαστος, η, ο [σιάζω] 1. αυτός που δεν έχει ισιώσει («άσιαχτη βέργα») 2. ο ασυγύριστος, ο ατακτοποίητος 3. ο μισοτελειωμένος («άσιαχτο σπίτι») 4. αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί ακόμη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»